διακοσάευρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διακοσάευρο | τα | διακοσάευρα |
| γενική | του | διακοσάευρου | των | διακοσάευρων |
| αιτιατική | το | διακοσάευρο | τα | διακοσάευρα |
| κλητική | διακοσάευρο | διακοσάευρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðʝa.koˈsa.e.vɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐κο‐σά‐ευ‐ρο
Ουσιαστικό

Ένα διακοσάευρο
διακοσάευρο ουδέτερο
- (νεολογισμός) διακόσια ευρώ
- (νόμισμα, νεολογισμός) χαρτονόμισμα των διακοσίων ευρώ
Μεταφράσεις
διακοσάευρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.