κατοστάευρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κατοστάευρο | τα | κατοστάευρα |
| γενική | του | κατοστάευρου | των | κατοστάευρων |
| αιτιατική | το | κατοστάευρο | τα | κατοστάευρα |
| κλητική | κατοστάευρο | κατοστάευρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό

Ένα κατοστάευρο
κατοστάευρο ουδέτερο
- (νεολογισμός) εκατό ευρώ
- (νόμισμα, νεολογισμός) χαρτονόμισμα των εκατό ευρώ
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κατοστάευρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.