κατοστάευρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατοστάευρο τα κατοστάευρα
      γενική του κατοστάευρου των κατοστάευρων
    αιτιατική το κατοστάευρο τα κατοστάευρα
     κλητική κατοστάευρο κατοστάευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατοστάευρο < κατοστή + ευρ(ώ) + -ο

Ουσιαστικό

Ένα κατοστάευρο

κατοστάευρο ουδέτερο

  1. (νεολογισμός) εκατό ευρώ
  2. (νόμισμα, νεολογισμός) χαρτονόμισμα των εκατό ευρώ

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.