εικοσάευρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εικοσάευρο τα εικοσάευρα
      γενική του εικοσάευρου των εικοσάευρων
    αιτιατική το εικοσάευρο τα εικοσάευρα
     κλητική εικοσάευρο εικοσάευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εικοσάευρο < είκοσι + ευρ(ώ) + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /i.koˈsa.e.vɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εικοσάευρο

Ουσιαστικό

Ένα εικοσάευρο

εικοσάευρο ουδέτερο

  1. (νεολογισμός) είκοσι ευρώ
  2. (νόμισμα, νεολογισμός) χαρτονόμισμα των είκοσι ευρώ
    Πενηντάευρα και εικοσάευρα προτιμούν οι παραχαράκτες. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.