εικοσάευρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εικοσάευρο | τα | εικοσάευρα |
| γενική | του | εικοσάευρου | των | εικοσάευρων |
| αιτιατική | το | εικοσάευρο | τα | εικοσάευρα |
| κλητική | εικοσάευρο | εικοσάευρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.koˈsa.e.vɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐κο‐σά‐ευ‐ρο
Ουσιαστικό

Ένα εικοσάευρο
εικοσάευρο ουδέτερο
Μεταφράσεις
εικοσάευρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.