Δανία

Η σημαία της Δανίας.

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δανία οι Δανίες
      γενική της Δανίας των (Δανιών)
    αιτιατική τη Δανία τις Δανίες
     κλητική Δανία Δανίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η θέση της Δανίας στο χάρτη της Ευρώπης.

Ετυμολογία

Δανία < μεσαιωνική λατινική Dania < Dani < παλαιά νορβηγική Danir < πρωτογερμανική *daniz (Δανός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰenh₂- (τρέχω, ρέω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ðaˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δανία
τονικό παρώνυμο: δάνεια

Κύριο όνομα

Δανία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.