πεντάευρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πεντάευρο | τα | πεντάευρα |
| γενική | του | πεντάευρου | των | πεντάευρων |
| αιτιατική | το | πεντάευρο | τα | πεντάευρα |
| κλητική | πεντάευρο | πεντάευρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /penˈda.e.vɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ντά‐ευ‐ρο
Ουσιαστικό
.png.webp)
Ένα πεντάευρο
πεντάευρο ουδέτερο
- (νεολογισμός) πέντε ευρώ
- (νεολογισμός, νόμισμα) ένα χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ
- Και στη Γαλλία όμως τα πεντάευρα που δίνουν ΑΤΜ των τραπεζών δεν γίνονται δεκτά από τους μαγαζάτορες σε αρκετές περιοχές, καθώς τα μηχανήματα ανίχνευσης που διαθέτουν τα βγάζουν πλαστά, όπως και στο Βέλγιο όπου τα μηχανήματα εύκολης πληρωμής τα απορρίπτουν αν κάποιος θελήσει να τα καταθέσει για την πληρωμή προϊόντων ή υπηρεσιών. (*)
Μεταφράσεις
πεντάευρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.