δεκάευρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεκάευρο τα δεκάευρα
      γενική του δεκάευρου των δεκάευρων
    αιτιατική το δεκάευρο τα δεκάευρα
     κλητική δεκάευρο δεκάευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεκάευρο < δέκα + ευρ(ώ) + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /ðeˈka.e.vɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δεκάευρο

Ουσιαστικό

Ένα δεκάευρο

δεκάευρο ουδέτερο

  1. (νόμισμα, νεολογισμός) δέκα ευρώ
  2. (νόμισμα, νεολογισμός) χαρτονόμισμα των δέκα ευρώ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.