Σλοβενία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Σλοβενία | οι | Σλοβενίες |
| γενική | της | Σλοβενίας | των | Σλοβενιών |
| αιτιατική | τη | Σλοβενία | τις | Σλοβενίες |
| κλητική | Σλοβενία | Σλοβενίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Η θέση της Σλοβενίας στην Ευρώπη.
Ετυμολογία
- Σλοβενία < (άμεσο δάνειο) αγγλική < σλοβενική Slovenija < Slovênec < αρχαία σλαβική slovënim
Κύριο όνομα
Σλοβενία θηλυκό
- κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην κεντρική Ευρώπη, το οποίο προέκυψε από τη διάσπαση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, με πρωτεύουσα τη Λιουμπλιάνα, επίσημη γλώσσα τη σλοβενική και νόμισμα το τόλαρ.
Συγγενικά
-
Σλοβενία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Σλοβενία
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.