πεντακοσάευρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πεντακοσάευρο | τα | πεντακοσάευρα |
| γενική | του | πεντακοσάευρου | των | πεντακοσάευρων |
| αιτιατική | το | πεντακοσάευρο | τα | πεντακοσάευρα |
| κλητική | πεντακοσάευρο | πεντακοσάευρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πεντακοσάευρο < πεντακόσια + ευρ(ώ) + -ο
Προφορά
- ΔΦΑ : /pen.da.koˈsa.e.vɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ντα‐κο‐σά‐ευ‐ρο
Ουσιαστικό
.jpg.webp)
Ένα πεντακοσάευρο
πεντακοσάευρο ουδέτερο
- (νεολογισμός) πεντακόσια ευρώ
- (νόμισμα, νεολογισμός) χαρτονόμισμα των πεντακοσίων ευρώ
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πεντακόσια και ευρώ
Μεταφράσεις
πεντακοσάευρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.