Ευρωζώνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ευρωζώνη | ||
| γενική | της | Ευρωζώνης | ||
| αιτιατική | την | Ευρωζώνη | ||
| κλητική | Ευρωζώνη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Ευρωζώνη θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- το σύνολο 20 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (από 27 συνολικά) που έχουν αντικαταστήσει το παλαιότερο νόμισμά τους με το ευρώ
-
Ευρωζώνη στη Βικιπαίδεια

| Τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
|---|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.