δίευρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δίευρο | τα | δίευρα |
| γενική | του | δίευρου | των | δίευρων |
| αιτιατική | το | δίευρο | τα | δίευρα |
| κλητική | δίευρο | δίευρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði.e.vɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐ευ‐ρο
Ουσιαστικό
.jpg.webp)
Ένα δίευρο
δίευρο ουδέτερο
Μεταφράσεις
δίευρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.