δίευρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δίευρο τα δίευρα
      γενική του δίευρου των δίευρων
    αιτιατική το δίευρο τα δίευρα
     κλητική δίευρο δίευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δίευρο (νεολογισμός) < (δις) δί- + ευρ(ώ) + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði.e.vɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δίευρο

Ουσιαστικό

Ένα δίευρο

δίευρο ουδέτερο

  1. (νόμισμα) δύο ευρώ
  2. (νόμισμα) ένα κέρμα των δύο ευρώ
      Η Μάχη του Μαραθώνα σε δίευρο, με αφορμή την επέτειο των 2.500 χρόνων. (* εφημερίδα Το Βήμα.)

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις δύο και ευρώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.