παντεπόπτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παντεπόπτης οι παντεπόπτες
      γενική του παντεπόπτη των παντεποπτών
    αιτιατική τον παντεπόπτη τους παντεπόπτες
     κλητική παντεπόπτη παντεπόπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παντεπόπτης < ελληνιστική κοινή παντεπόπτης < αρχαία ελληνική ἐπόπτης < ἐφοράω / ἐφορῶ < ἐπί + ὁράω / ὁρῶ

Ουσιαστικό

παντεπόπτης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.