επόπτευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επόπτευση οι εποπτεύσεις
      γενική της επόπτευσης* των εποπτεύσεων
    αιτιατική την επόπτευση τις εποπτεύσεις
     κλητική επόπτευση εποπτεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εποπτεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επόπτευση < εποπτεύω + -ση < αρχαία ελληνική ἐποπτεύω

Ουσιαστικό

επόπτευση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.