εποπτεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εποπτεύω < αρχαία ελληνική ἐποπτεύω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.poˈpte.vo/

Ρήμα

εποπτεύω (παθητική φωνή: εποπτεύομαι)

  1. (παρακολουθώ και) ελέγχω, επιτηρώ
  2. παρατηρώ και εξετάζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.