εποπτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εποπτικός η εποπτική το εποπτικό
      γενική του εποπτικού της εποπτικής του εποπτικού
    αιτιατική τον εποπτικό την εποπτική το εποπτικό
     κλητική εποπτικέ εποπτική εποπτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εποπτικοί οι εποπτικές τα εποπτικά
      γενική των εποπτικών των εποπτικών των εποπτικών
    αιτιατική τους εποπτικούς τις εποπτικές τα εποπτικά
     κλητική εποπτικοί εποπτικές εποπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εποπτικός < αρχαία ελληνική ἐποπτικός < ἐπόπτης < ἐπόψομαι

Επίθετο

εποπτικός -ή -ό

  1. που αναφέρεται στον επόπτη ή την εποπτεία
  2. που συντελεί στην εποπτεία, στην κατ' αίσθηση αντίληψη των πραγμάτων
    εποπτικά μέσα διδασκαλίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.