εποπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εποπτικός | η | εποπτική | το | εποπτικό |
| γενική | του | εποπτικού | της | εποπτικής | του | εποπτικού |
| αιτιατική | τον | εποπτικό | την | εποπτική | το | εποπτικό |
| κλητική | εποπτικέ | εποπτική | εποπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εποπτικοί | οι | εποπτικές | τα | εποπτικά |
| γενική | των | εποπτικών | των | εποπτικών | των | εποπτικών |
| αιτιατική | τους | εποπτικούς | τις | εποπτικές | τα | εποπτικά |
| κλητική | εποπτικοί | εποπτικές | εποπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εποπτικός < αρχαία ελληνική ἐποπτικός < ἐπόπτης < ἐπόψομαι
Επίθετο
εποπτικός -ή -ό
Μεταφράσεις
εποπτικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.