επόπτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επόπτρια | οι | επόπτριες |
| γενική | της | επόπτριας | των | εποπτριών |
| αιτιατική | την | επόπτρια | τις | επόπτριες |
| κλητική | επόπτρια | επόπτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
επόπτρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.