διοίκηση

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διοίκηση οι διοικήσεις
      γενική της διοίκησης* των διοικήσεων
    αιτιατική τη διοίκηση τις διοικήσεις
     κλητική διοίκηση διοικήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διοικήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
διοίκηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διοίκη(σις) + -ση

Προφορά

ΔΦΑ : /ðiˈi.ci.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διοίκηση

Ουσιαστικό

διοίκηση θηλυκό

  1. η ενέργεια του διοικώ, η διαχείριση ενός σώματος ή οργανισμού και η λήψη των αποφάσεων σχετικά με τη λειτουργία του σύμφωνα με τους κανονισμούς
  2. (συνεκδοχικά) το άτομο ή τα άτομα που είναι υπεύθυνα για τη διοίκηση (1)
  3. (συνεκδοχικά) το κτίριο όπου βρίσκονται αυτός ή αυτοί που ασκούν τη διοίκηση (1)
     συνώνυμα: διοικητήριο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη διοικώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.