ενεργός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενεργός | η | ενεργός & ενεργή |
το | ενεργό |
| γενική | του | ενεργού | της | ενεργού & ενεργής |
του | ενεργού |
| αιτιατική | τον | ενεργό | την | ενεργό & ενεργή |
το | ενεργό |
| κλητική | ενεργέ | ενεργέ & ενεργή |
ενεργό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενεργοί | οι | ενεργοί & ενεργές |
τα | ενεργά |
| γενική | των | ενεργών | των | ενεργών | των | ενεργών |
| αιτιατική | τους | ενεργούς | τις | ενεργούς & ενεργές |
τα | ενεργά |
| κλητική | ενεργοί | ενεργοί & ενεργές |
ενεργά | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -η', Κατηγορία όπως «ενεργός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενεργός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνεργός < ἐν + ἔργον
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.neɾˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νερ‐γώ
Επίθετο
ενεργός, -ός / -ή, -ό
- που βρίσκεται σε ενέργεια, σε δράση, που δραστηριοποιείται και ενεργεί
- ↪ Είναι σε ενεργό δράση, μάχιμος και δραστήριος. Εργάζεται ακόμη, σε τέτοια μεγάλη ηλικία.
- ↪ ενεργός υπηρεσία
- που δύναται να επηρεάσει ή να μεταβάλλει κατάσταση, δραστικός
- ↪ μια ενεργή ουσία που χρησιμοποιείται σε φάρμακα
Συνώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
- ενεργό ηφαίστειο: που έχει καταγραφεί κάποια δραστηριότητά του κατά τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων
- (οικονομία) ενεργό κεφάλαιο: κεφάλαιο που έχει επενδυθεί σε παραγωγικές επιχειρήσεις
- (οικονομικά) ενεργός πληθυσμός: που είναι ενταγμένος στην παραγωγική διαδικασία και συμμετέχει στη δημιουργία του ΑΕΠ
- Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που καταγράφουν ποσοστό ανεργίας 27% για τον Νοέμβριο (30% ανεβάζει το ποσοστό το ΚΕΠΕ για το 2013), η σχέση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού με τους μη οικονομικά ενεργούς άρχισε να αντιστρέφεται από τα τέλη του 2010, που ήταν 1 προς 1. (*)
Πηγές
- ενεργός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.