πληθυσμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πληθυσμός οι πληθυσμοί
      γενική του πληθυσμού των πληθυσμών
    αιτιατική τον πληθυσμό τους πληθυσμούς
     κλητική πληθυσμέ πληθυσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πληθυσμός < μεσαιωνική ελληνική πληθυσμός < πληθύνω

Προφορά

ΔΦΑ : /pli.θiˈzmos/

Ουσιαστικό

πληθυσμός αρσενικό

  1. (γεωγραφία) το σύνολο των κατοίκων κάποιου τόπου
    ο πληθυσμός της Ζυρίχης παρέμεινε σταθερός τα τελευταία χρόνια

Συνώνυμα

Παράγωγα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πληθυσμός < πληθύνω

Ουσιαστικό

πληθυσμός αρσενικό

  1. αύξηση, πολλαπλασιασμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.