boot

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
boot boots

Προφορά

 

Ουσιαστικό

boot (en)

  1. (υπόδηση) η μπότα
  2. (βρετανικό) πορτμπαγκάζ, χώρος αποθήκευσης και μεταφοράς σε ένα ΙΧ αυτοκίνητο
     συνώνυμα: trunk (ΗΠΑ)
  3. (πληροφορική) συνώνυμο του bootstrap
    υπώνυμα: cold boot, hot boot, reboot, restart, warm boot
    δείτε επίσης: booting στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά

  • booting

πληροφορική:

Πολυλεκτικοί όροι

(πληροφορική)

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.