εκείνο

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈci.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκείνο
τονικό παρώνυμο: εκκινώ

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

εκείνο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του εκείνος
    άλλες μορφές: εκείνον
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του εκείνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.