λειτουργικό σύστημα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λειτουργικό σύστημα < → δείτε τη λέξη λειτουργικός και σύστημα
Πολυλεκτικός όρος
λειτουργικό σύστημα ουδέτερο (συντομογραφία: ΛΣ)
- (πληροφορική) σύνολο προγραμμάτων μαζί με τον πυρήνα που καλύπτουν τις βασικές λειτουργίες ενός υπολογιστή: είσοδο, έξοδο, διαχείριση αρχείων (file system) και πόρων (resources)[1]
- ↪ το Linux είναι δημοφιλές λειτουργικό σύστημα για εξυπηρετητές, εν μέρει επειδή ο κώδικας είναι ανοιχτός
Υπερώνυμα
-
λειτουργικό σύστημα στη Βικιπαίδεια

- operating systems, εικόνες στα Wikimedia Commons
Μεταφράσεις
λειτουργικό σύστημα
Αναφορές
- Κωνσταντίνος Φράγγος (Εκπαιδευτικός), Πληροφορική (Επαγγελματικό Λύκειο) - Βασικές Έννοιες Λειτουργικών Συστημάτων. Προσπέλαση 2020-05-02
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.