bootstrap

Αγγλικά (en)

Μπότα όπου διακρίνεται η θηλιά κρεμάσματος (bootstrap)

Ετυμολογία

bootstrap < boot + strap

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbuːtˌstɹæp/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
bootstrap bootstraps

bootstrap (en)

  1. θηλιά κρεμάσματος μπότας
  2. (πληροφορική) άνοιγμα προγράμματος με λίγες βασικές εντολές υπό την προϋπόθεση ότι οι υπόλοιπες θα δοθούν από εξωτερική μονάδα (το πρόγραμμα ξεκινά απ' τον σκληρό δίσκο ή την ROM, για να είναι λειτουργικό απαιτεί όμως επιπρόσθετη αλγοριθμική άντληση, χρησιμοποιείται ως πρωταρχική, ελαφριά ή ασφαλής εκκίνηση προγράμματος)
  3. (πληροφορική) η εκκίνηση ηλεκτρονικού υπολογιστή (ή παρόμοιας ηλεκτρονικής συσκευής)
     συνώνυμα: (εν συντομία) boot
  4. (μεταφορικά) δίνω φόρα εκκίνησης

Ρήμα

bootstrap (en)

  • bootstrap στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.