εκκινητήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκκινητήρας οι εκκινητήρες
      γενική του εκκινητήρα των εκκινητήρων
    αιτιατική τον εκκινητήρα τους εκκινητήρες
     κλητική εκκινητήρα εκκινητήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκκινητήρας < εκκινώ + -τήρας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική starter)

Ουσιαστικό

εκκινητήρας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.