επανεκκίνηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επανεκκίνηση | οι | επανεκκινήσεις |
| γενική | της | επανεκκίνησης* | των | επανεκκινήσεων |
| αιτιατική | την | επανεκκίνηση | τις | επανεκκινήσεις |
| κλητική | επανεκκίνηση | επανεκκινήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επανεκκινήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επανεκκίνηση < επαν- + εκκίνηση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική restart[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pa.neˈci.ni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πα‐νεκ‐κί‐νη‐ση
Ουσιαστικό
επανεκκίνηση θηλυκό
- η εκ νέου εκκίνηση
- (πληροφορική) η έναρξη εκ νέου του ηλεκτρονικού υπολογιστή, ενώ βρίσκεται σε λειτουργία, με εντολή στο λειτουργικό σύστημα, χωρίς την διακοπή της ηλεκτροδότησης και εν συνεχεία τη φόρτωση του λειτουργικού συστήματος
Μεταφράσεις
επανεκκίνηση
Αναφορές
- επανεκκίνηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.