βασίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βασίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος βασίζω

Ρήμα

βασίζομαι, πρτ.: βασιζόμουν, στ.μέλλ.: θα βασιστώ, αόρ.: βασίστηκα, μτχ.π.π.: βασισμένος

  1. παίρνω σοβαρά υπόψη μου κάτι και το χρησιμοποιώ ως βάση για να προχωρήσω σε μια ενέργεια
    η όλη δίκη βασίστηκε πάνω στη συγκεκριμένη μαρτυρία
  2. στηρίζομαι πάνω σε κάποιον, υπολογίζοντας στις ενέργειές του, τη συμβολή του, τη βοήθειά του κλπ
    μου έδωσες τον λόγο σου ότι θα με υποστηρίξεις οικονομικά κι εγώ βασίστηκα πάνω σου
  3. χρησιμοποιώ κάτι ως πρότυπο (πχ για πνευματικά-καλλιτεχνικά έργα)
    η ταινία βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.