παραδοχή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραδοχή | οι | παραδοχές |
| γενική | της | παραδοχής | των | παραδοχών |
| αιτιατική | την | παραδοχή | τις | παραδοχές |
| κλητική | παραδοχή | παραδοχές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραδοχή < παρά+δέχομαι
Ουσιαστικό
παραδοχή θηλυκό
- η αποδοχή, η αναγνώριση
- μια υπόθεση σε ένα πρόβλημα, που τη θεωρούμε εκ των προτέρων σωστή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.