ἐκκινέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἐκκινέω < ἐκ- + κινέω / κινῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱey-
Ρήμα
ἐκκῑνέω, ἐκκινῶ
- μετακινώ ή προκαλώ τη μετακίνηση κάποιου
- (μεταφορικά) προκαλώ
- ἐκκινέομαι: (ελληνιστική κοινή) συνταράσσομαι
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- ἐκκινέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐκκινέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.