ηδονή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηδονή οι ηδονές
      γενική της ηδονής των ηδονών
    αιτιατική την ηδονή τις ηδονές
     κλητική ηδονή ηδονές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηδονή < αρχαία ελληνική ἡδονή < ἥδομαι < πρωτοελληνική *hwā́domai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sweh₂d- (γλυκός)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ðoˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ηδονή

Ουσιαστικό

ηδονή θηλυκό

  1. η ιδιαίτερα έντονη απόλαυση των αισθήσεων κατά τη διάρκεια της ικανοποίησης ενστίκτων, κυρίως της γενετήσιας ορμής
  2. (γενικότερα) η έντονη ευχαρίστηση που αισθανόμαστε ψυχικά, διανοητικά ή ηθικά από την επετέλεση ορισμένεων ενεργειών

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.