ηδονή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ηδονή | οι | ηδονές |
| γενική | της | ηδονής | των | ηδονών |
| αιτιατική | την | ηδονή | τις | ηδονές |
| κλητική | ηδονή | ηδονές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ηδονή < αρχαία ελληνική ἡδονή < ἥδομαι < πρωτοελληνική *hwā́domai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sweh₂d- (γλυκός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ðoˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐δο‐νή
Ουσιαστικό
ηδονή θηλυκό
- η ιδιαίτερα έντονη απόλαυση των αισθήσεων κατά τη διάρκεια της ικανοποίησης ενστίκτων, κυρίως της γενετήσιας ορμής
- (γενικότερα) η έντονη ευχαρίστηση που αισθανόμαστε ψυχικά, διανοητικά ή ηθικά από την επετέλεση ορισμένεων ενεργειών
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
Πηγές
- ηδονή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.