continent
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| continent | continents |
continent (fr) αρσενικό
- (γεωγραφία) η ήπειρος
- (μεταφορικά) το εσωτερικό μιας περιοχής ή μιας χώρας, η ηπειρωτική περιοχή
- (ειδικότερα) η Ευρώπη, όπως φαίνεται από τη Μεγάλη Βρετανία
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | continent | continents |
| θηλυκό | continente | continentes |
continent (fr)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.