continent

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
continent continents

Ουσιαστικό

continent (en)



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
continent continents

continent (fr) αρσενικό

  1. (γεωγραφία) η ήπειρος
  2. (μεταφορικά) το εσωτερικό μιας περιοχής ή μιας χώρας, η ηπειρωτική περιοχή
  3. (ειδικότερα) η Ευρώπη, όπως φαίνεται από τη Μεγάλη Βρετανία

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό continent continents
θηλυκό continente continentes

continent (fr)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.