φιλόλογος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φιλόλογος | οι | φιλόλογοι |
| γενική | του | φιλόλογου & φιλολόγου |
των | φιλόλογων & φιλολόγων |
| αιτιατική | τον | φιλόλογο | τους | φιλόλογους & φιλολόγους |
| κλητική | φιλόλογε | φιλόλογοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιλόλογος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιλόλογος (που αγαπά τα κείμενα) < φιλό- + -λογος
Προφορά
- ΔΦΑ : /fiˈlo.lo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐λό‐λο‐γος
Ουσιαστικό
φιλόλογος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό και φιλολογίνα)
- εκείνος που ασχολείται με τη μελέτη, την ερμηνεία και την κριτική έκδοση κειμένων φιλολογίας
- (επάγγελμα στα ελληνικά σχολεία) ο καθηγητής της Μέσης Εκπαίδευσης που διδάσκει τα μαθήματα της έκθεσης, της νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας, των λατινικών, της ιστορίας και της φιλοσοφίας
Συγγενικά
- φιλολογία
- φιλολογικός
- → δείτε τις λέξεις φίλος και λόγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | φιλόλογος | τὸ | φιλόλογον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | φιλολόγου | τοῦ | φιλολόγου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | φιλολόγῳ | τῷ | φιλολόγῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | φιλόλογον | τὸ | φιλόλογον | ||
| κλητική ὦ! | φιλόλογε | φιλόλογον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | φιλόλογοι | τὰ | φιλόλογᾰ | ||
| γενική | τῶν | φιλολόγων | τῶν | φιλολόγων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | φιλολόγοις | τοῖς | φιλολόγοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | φιλολόγους | τὰ | φιλόλογᾰ | ||
| κλητική ὦ! | φιλόλογοι | φιλόλογᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φιλολόγω | τὼ | φιλολόγω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φιλολόγοιν | τοῖν | φιλολόγοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
φιλόλογος, -ος, -ον
Συγγενικά
Πηγές
- φιλόλογος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φιλόλογος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.