άσωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άσωτος η άσωτη το άσωτο
      γενική του άσωτου της άσωτης του άσωτου
    αιτιατική τον άσωτο την άσωτη το άσωτο
     κλητική άσωτε άσωτη άσωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άσωτοι οι άσωτες τα άσωτα
      γενική των άσωτων των άσωτων των άσωτων
    αιτιατική τους άσωτους τις άσωτες τα άσωτα
     κλητική άσωτοι άσωτες άσωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άσωτος < αρχαία ελληνική ἄσωτος < ἀ- + σῴζω

Επίθετο

άσωτος, -η, -ο

  1. που δεν τελειώνει, δεν εξαντλείται
     συνώνυμα: άσωστος, απέραντος, ατελείωτος
  2. που σπαταλά χωρίς μέτρο, κάνοντας υπερβολές
     συνώνυμα: σπάταλος
  3. που σπαταλά την (πατρική) περιουσία σε ασωτίες, που οδηγείται στην (οικονομική ή ηθική) καταστροφή
     συνώνυμα: έκλυτος
  4. διεφθαρμένος

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.