απολαύσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
απολαύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απολαμβάνω
- θα απολαύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απολαμβάνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
απολαύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απόλαυση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.