απολαύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

απολαύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απολαμβάνω
  2. θα απολαύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απολαμβάνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

απολαύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απόλαυση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.