έκδοτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έκδοτος η έκδοτη το έκδοτο
      γενική του έκδοτου της έκδοτης του έκδοτου
    αιτιατική τον έκδοτο την έκδοτη το έκδοτο
     κλητική έκδοτε έκδοτη έκδοτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έκδοτοι οι έκδοτες τα έκδοτα
      γενική των έκδοτων των έκδοτων των έκδοτων
    αιτιατική τους έκδοτους τις έκδοτες τα έκδοτα
     κλητική έκδοτοι έκδοτες έκδοτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

έκδοτος < αρχαία ελληνική ἔκδοτος (παραδομένος) < ἐκδίδωμι

Επίθετο

έκδοτος, -η, -ο

  1. παραδομένος (στις ηδονές), ακόλαστος, έκλυτος
    διήγε βίον ακόλαστον και έκδοτον εις τας πάσης φύσεως ηδονάς της εξουσίας (από άρθρο στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 26 Απριλίου 2009)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.