πικρόχολος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πικρόχολος | η | πικρόχολη | το | πικρόχολο |
| γενική | του | πικρόχολου | της | πικρόχολης | του | πικρόχολου |
| αιτιατική | τον | πικρόχολο | την | πικρόχολη | το | πικρόχολο |
| κλητική | πικρόχολε | πικρόχολη | πικρόχολο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πικρόχολοι | οι | πικρόχολες | τα | πικρόχολα |
| γενική | των | πικρόχολων | των | πικρόχολων | των | πικρόχολων |
| αιτιατική | τους | πικρόχολους | τις | πικρόχολες | τα | πικρόχολα |
| κλητική | πικρόχολοι | πικρόχολες | πικρόχολα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πικρόχολος < αρχαία ελληνική πικρόχολος < πικρός + χολή
Επίθετο
πικρόχολος, -η, -ο
- (μεταφορικά) που βγάζει χολή, που στάζει φαρμάκι, που πάντα λέει αρνητικά σχόλια σε κάποιον με σκοπό να πικράνει, να πληγώσει
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πικρόχολος | τὸ | πικρόχολον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | πικροχόλου | τοῦ | πικροχόλου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | πικροχόλῳ | τῷ | πικροχόλῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πικρόχολον | τὸ | πικρόχολον | ||
| κλητική ὦ! | πικρόχολε | πικρόχολον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πικρόχολοι | τὰ | πικρόχολᾰ | ||
| γενική | τῶν | πικροχόλων | τῶν | πικροχόλων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | πικροχόλοις | τοῖς | πικροχόλοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | πικροχόλους | τὰ | πικρόχολᾰ | ||
| κλητική ὦ! | πικρόχολοι | πικρόχολᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πικροχόλω | τὼ | πικροχόλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πικροχόλοιν | τοῖν | πικροχόλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πικρόχολος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
πικρόχολος, -ος, -ον
- που είναι γεμάτος με πικρή χολή
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀγμῶν, (De fracturis), 36, @scaife.perseus
- σιτίου δέ στερῆσαι τελέως· καὶ ἢν μὲν πικρόχολος φύσει ᾖ, ὀξύγλυκυ εὐῶδες ὀλίγον ἐπὶ ὕδωρ ἐπιστάζοντα, τουτέῳ διαιτᾷν· ἢν δὲ μὴ πικρόχολος ᾖ, ὕδατι πόματι χρῆσθαι·
- ≠ αντώνυμα: μελάγχολος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀγμῶν, (De fracturis), 36, @scaife.perseus
- (μεταφορικά) κακόβουλος, μοχθηρός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πικρόω και χολή
Πηγές
- πικρόχολος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πικρόχολος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.