πανούργος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανούργος η πανούργα το πανούργο
      γενική του πανούργου της πανούργας του πανούργου
    αιτιατική τον πανούργο την πανούργα το πανούργο
     κλητική πανούργε πανούργα πανούργο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανούργοι οι πανούργες τα πανούργα
      γενική των πανούργων των πανούργων των πανούργων
    αιτιατική τους πανούργους τις πανούργες τα πανούργα
     κλητική πανούργοι πανούργες πανούργα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πανούργος < αρχαία ελληνική πανοῦργος

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈnuɾ.ɣos/

Επίθετο

πανούργος, -α, -ο

  • που μηχανεύεται οτιδήποτε προκειμένου να πετύχει το σκοπό του

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.