καυστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καυστικός | η | καυστική | το | καυστικό |
| γενική | του | καυστικού | της | καυστικής | του | καυστικού |
| αιτιατική | τον | καυστικό | την | καυστική | το | καυστικό |
| κλητική | καυστικέ | καυστική | καυστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καυστικοί | οι | καυστικές | τα | καυστικά |
| γενική | των | καυστικών | των | καυστικών | των | καυστικών |
| αιτιατική | τους | καυστικούς | τις | καυστικές | τα | καυστικά |
| κλητική | καυστικοί | καυστικές | καυστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καυστικός < αρχαία ελληνική καυστικός < καυστός < καίω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική caustique)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaf.stiˈkos/
Επίθετο
καυστικός, -ή, -ό
Συγγενικά
- εγκαυστική
- εγκαυστικός
- καυστικά
- καυστικότητα
- → δείτε τη λέξη καίω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.