αψύς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αψύς η αψιά το αψύ
      γενική του αψιού
& αψύ
της αψιάς του αψιού
& αψύ
    αιτιατική τον αψύ την αψιά το αψύ
     κλητική αψύ αψιά αψύ
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αψιοί
& αψείς
οι αψιές τα αψιά
      γενική των αψιών των αψιών των αψιών
    αιτιατική τους αψιούς
& αψείς
τις αψιές τα αψιά
     κλητική αψιοί
& αψείς
αψιές αψιά
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «αψύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αψύς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἁψύς < με απόσπαση από αρχαία σύνθετα όπως ἁψίκορος[1] ( δείτε τη λέξη ἅπτω) κατά το σχήμα ὀξύθυμος - ὀξύς[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpsis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αψύς

Επίθετο

αψύς, -ιά, -ύ

  1. (για γεύση) που έχει πολύ έντονη, ερεθιστική γεύση, πικάντικη ή καυτερή
  2. (για χαρακτήρα) που είναι ευέξαπτος, οξύθυμος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. αψύς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.