container
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kənˈteɪnɚ/
Ουσιαστικό
container (en)
- δοχείο· κουτί, μπουκάλι ή οτιδήποτε άλλο χρησιμεύει για την αποθήκευση ή μεταφορά αγαθών
- κοντέινερ, εμπορευματοκιβώτιο
- (προγραμματισμός, αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) αφηρημένος τύπος δεδομένων ή αφηρημένη κλάση από όπου μπορούν να δημιουργηθούν αντικείμενα που περιέχουν συλλογή άλλων αντικειμένων
- δείτε επίσης: Container (abstract data type) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συγγενικά
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- container < αγγλική
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| container | containers |
container (fr) αρσενικό
- δοχείο· κουτί, μπουκάλι ή οτιδήποτε άλλο χρησιμεύει για την αποθήκευση ή μεταφορά αγαθών
- το κοντέινερ, το εμπορευματοκιβώτιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.