ουροδοχείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ουροδοχείο | τα | ουροδοχεία |
| γενική | του | ουροδοχείου | των | ουροδοχείων |
| αιτιατική | το | ουροδοχείο | τα | ουροδοχεία |
| κλητική | ουροδοχείο | ουροδοχεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ουροδοχείο < ελληνιστική κοινή οὐροδοχεῖον < αρχαία ελληνική οὖρον + ελληνιστική κοινή δοχεῖον < αρχαία ελληνική δέχομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /u.ɾo.ðoˈçi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐ρο‐δο‐χεί‐ο
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.