πτυελοδοχείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πτυελοδοχείο τα πτυελοδοχεία
      γενική του πτυελοδοχείου των πτυελοδοχείων
    αιτιατική το πτυελοδοχείο τα πτυελοδοχεία
     κλητική πτυελοδοχείο πτυελοδοχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πτυελοδοχείο < πτύελο + δοχείο

Προφορά

ΔΦΑ : /pti.e.lo.ðoˈçi.o/

Ουσιαστικό

πτυελοδοχείο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.