πτυελοδοχείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πτυελοδοχείο | τα | πτυελοδοχεία |
| γενική | του | πτυελοδοχείου | των | πτυελοδοχείων |
| αιτιατική | το | πτυελοδοχείο | τα | πτυελοδοχεία |
| κλητική | πτυελοδοχείο | πτυελοδοχεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
