υπόγειος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπόγειος η υπόγεια το υπόγειο
      γενική του υπόγειου της υπόγειας του υπόγειου
    αιτιατική τον υπόγειο την υπόγεια το υπόγειο
     κλητική υπόγειε υπόγεια υπόγειο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπόγειοι οι υπόγειες τα υπόγεια
      γενική των υπόγειων των υπόγειων των υπόγειων
    αιτιατική τους υπόγειους τις υπόγειες τα υπόγεια
     κλητική υπόγειοι υπόγειες υπόγεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπόγειος < ελληνιστική κοινή ὑπόγειος < αρχαία ελληνική ὑπόγαιος < ὑπό + γαῖα / γῆ, (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική underground[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈpo.ʝi.os/

Επίθετο

υπόγειος, -α, -ο

  1. που βρίσκεται ή συμβαίνει κάτω από την επιφάνεια της γης
  2. (μεταφορικά) κρυφός, ύπουλος, δόλιος

Παράγωγα

Ουσιαστικό

υπόγειος αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.