ισόγειος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισόγειος η ισόγεια το ισόγειο
      γενική του ισόγειου της ισόγειας του ισόγειου
    αιτιατική τον ισόγειο την ισόγεια το ισόγειο
     κλητική ισόγειε ισόγεια ισόγειο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισόγειοι οι ισόγειες τα ισόγεια
      γενική των ισόγειων των ισόγειων των ισόγειων
    αιτιατική τους ισόγειους τις ισόγειες τα ισόγεια
     κλητική ισόγειοι ισόγειες ισόγεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ισόγειος < ισό- + -γειος (< γη) κατά το υπόγειος. Διαφορετική η ελληνιστική ἰσόγεως (ίσος με το έδαφος).[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈso.ʝi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ισόγειος

Επίθετο

ισόγειος, -α, -ο

  1. που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος
    ισόγεια οικοδομή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ισόγειο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.