ισόγειος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ισόγειος | η | ισόγεια | το | ισόγειο |
| γενική | του | ισόγειου | της | ισόγειας | του | ισόγειου |
| αιτιατική | τον | ισόγειο | την | ισόγεια | το | ισόγειο |
| κλητική | ισόγειε | ισόγεια | ισόγειο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ισόγειοι | οι | ισόγειες | τα | ισόγεια |
| γενική | των | ισόγειων | των | ισόγειων | των | ισόγειων |
| αιτιατική | τους | ισόγειους | τις | ισόγειες | τα | ισόγεια |
| κλητική | ισόγειοι | ισόγειες | ισόγεια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈso.ʝi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σό‐γει‐ος
Επίθετο
ισόγειος, -α, -ο
- που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος
- ↪ισόγεια οικοδομή
- (ουσιαστικοποιημένο) ισόγειο
Συγγενικά
- ημιισόγειο
- ημιισόγειος
- ισόγειο
- → δείτε τις λέξεις ίσος και γη
Αναφορές
- ισόγειος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.