μελανοδοχείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μελανοδοχείο | τα | μελανοδοχεία |
| γενική | του | μελανοδοχείου | των | μελανοδοχείων |
| αιτιατική | το | μελανοδοχείο | τα | μελανοδοχεία |
| κλητική | μελανοδοχείο | μελανοδοχεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μελανοδοχείο < ελληνιστική κοινή μελανοδοχεῖον < αρχαία ελληνική μέλας + ελληνιστική κοινή δοχεῖον
Ουσιαστικό
μελανοδοχείο ουδέτερο
- ειδικό δοχείο που μέσα του φυλάσσεται μελάνη (για γράψιμο με κονδυλοφόρο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
