αμμοδοχείο
- Για το αμμοδοχείο του Βικιλεξικού πηγαίνετε στο Βικιλεξικό:Αμμοδοχείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αμμοδοχείο | τα | αμμοδοχεία |
| γενική | του | αμμοδοχείου | των | αμμοδοχείων |
| αιτιατική | το | αμμοδοχείο | τα | αμμοδοχεία |
| κλητική | αμμοδοχείο | αμμοδοχεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αμμοδοχείο ουδέτερο
- οποιοδήποτε δοχείο με άμμο που μπορεί να χρησιμοποιείται ως
- σταχτοδοχείο
- για τη φυσική ανάγκη των κατοικίδιων ζώων
- ως εκπαιδευτικό υλικό σε μια τάξη
- κλεψύδρα με άμμο
- περιοχή με άμμο για να παίζουν παιδιά
- (πληροφορική) (στα διαδικτυακά εγχειρήματα που στηρίζονται στην τεχνολογία Wiki) σελίδα δοκιμών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.

