αμμοδοχείο

Για το αμμοδοχείο του Βικιλεξικού πηγαίνετε στο Βικιλεξικό:Αμμοδοχείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμμοδοχείο τα αμμοδοχεία
      γενική του αμμοδοχείου των αμμοδοχείων
    αιτιατική το αμμοδοχείο τα αμμοδοχεία
     κλητική αμμοδοχείο αμμοδοχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμμοδοχείο < άμμος + δοχείο
Αμμοδοχείο γάτας.
Αμμοδοχείο για παιχνίδι.

Ουσιαστικό

αμμοδοχείο ουδέτερο

  1. οποιοδήποτε δοχείο με άμμο που μπορεί να χρησιμοποιείται ως
    1. σταχτοδοχείο
    2. για τη φυσική ανάγκη των κατοικίδιων ζώων
       συνώνυμα: αμμολεκάνη
    3. ως εκπαιδευτικό υλικό σε μια τάξη
  2. κλεψύδρα με άμμο
  3. περιοχή με άμμο για να παίζουν παιδιά
  4. (πληροφορική) (στα διαδικτυακά εγχειρήματα που στηρίζονται στην τεχνολογία Wiki) σελίδα δοκιμών

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.