μυροδοχείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μυροδοχείο | τα | μυροδοχεία |
| γενική | του | μυροδοχείου | των | μυροδοχείων |
| αιτιατική | το | μυροδοχείο | τα | μυροδοχεία |
| κλητική | μυροδοχείο | μυροδοχεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

μυροδοχείο του 1ου αιώνα μ.Χ.
Ουσιαστικό
μυροδοχείο ουδέτερο
- (σπάνιο) δοχείο που περιέχει μύρο
- (ειδικότερα, θρησκεία) δοχείο που περιέχει Άγιο Μύρο
Μεταφράσεις
μυροδοχείο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.