μυροδοχείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μυροδοχείο τα μυροδοχεία
      γενική του μυροδοχείου των μυροδοχείων
    αιτιατική το μυροδοχείο τα μυροδοχεία
     κλητική μυροδοχείο μυροδοχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μυροδοχείο του 1ου αιώνα μ.Χ.

Ετυμολογία

μυροδοχείο < μύρο + -ο- + δοχείο

Ουσιαστικό

μυροδοχείο ουδέτερο

  1. (σπάνιο) δοχείο που περιέχει μύρο
  2. (ειδικότερα, θρησκεία) δοχείο που περιέχει Άγιο Μύρο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.