δορυφορικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δορυφορικά < δορυφορικός +

Επίρρημα

δορυφορικά

  1. (κυριολεκτικά) από δορυφόρο, μέσω δορυφόρου
  2. περιφερειακά, εξαρτημένα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

δορυφορικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.