πολεοδομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολεοδομία οι πολεοδομίες
      γενική της πολεοδομίας των πολεοδομιών
    αιτιατική την πολεοδομία τις πολεοδομίες
     κλητική πολεοδομία πολεοδομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολεοδομία < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /po.le.o.ðoˈmi.a/

Ουσιαστικό

πολεοδομία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.