πραιτοριανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πραιτοριανός οι πραιτοριανοί
      γενική του πραιτοριανού των πραιτοριανών
    αιτιατική τον πραιτοριανό τους πραιτοριανούς
     κλητική πραιτοριανέ πραιτοριανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πραιτοριανός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πραιτωριανοί (πληθυντικός) < πραιτώριον < πραίτωρ < λατινική praetor < *praeitor < praeeo < prae + eo (2,3: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική prétoriens)

Ουσιαστικό

πραιτοριανός αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος, ιστορία) στρατιώτης που αναφέρεται στον πραίτορα
  2. (κατ’ επέκταση) στρατιωτικός υποστηρικτής δικτατόρων
  3. (γενικότερα) υποστηρικτής κάποιου ηγέτη ή κόμματος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.