δορυφορικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δορυφορικός | η | δορυφορική | το | δορυφορικό |
| γενική | του | δορυφορικού | της | δορυφορικής | του | δορυφορικού |
| αιτιατική | τον | δορυφορικό | τη | δορυφορική | το | δορυφορικό |
| κλητική | δορυφορικέ | δορυφορική | δορυφορικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δορυφορικοί | οι | δορυφορικές | τα | δορυφορικά |
| γενική | των | δορυφορικών | των | δορυφορικών | των | δορυφορικών |
| αιτιατική | τους | δορυφορικούς | τις | δορυφορικές | τα | δορυφορικά |
| κλητική | δορυφορικοί | δορυφορικές | δορυφορικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðo.ɾi.fo.ɾiˈkos/
Επίθετο
δορυφορικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με δορυφόρο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (μεταφορικά) περιφερειακός, εξαρτημένος
Συγγενικά
- δορυφορικά
- → δείτε τις λέξεις δορυφόρος, δόρυ και φέρω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | δορυφορικός | ἡ | δορυφορική | τὸ | δορυφορικόν |
| γενική | τοῦ | δορυφορικοῦ | τῆς | δορυφορικῆς | τοῦ | δορυφορικοῦ |
| δοτική | τῷ | δορυφορικῷ | τῇ | δορυφορικῇ | τῷ | δορυφορικῷ |
| αιτιατική | τὸν | δορυφορικόν | τὴν | δορυφορικήν | τὸ | δορυφορικόν |
| κλητική ὦ! | δορυφορικέ | δορυφορική | δορυφορικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | δορυφορικοί | αἱ | δορυφορικαί | τὰ | δορυφορικᾰ́ |
| γενική | τῶν | δορυφορικῶν | τῶν | δορυφορικῶν | τῶν | δορυφορικῶν |
| δοτική | τοῖς | δορυφορικοῖς | ταῖς | δορυφορικαῖς | τοῖς | δορυφορικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | δορυφορικούς | τὰς | δορυφορικᾱ́ς | τὰ | δορυφορικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | δορυφορικοί | δορυφορικαί | δορυφορικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δορυφορικώ | τὼ | δορυφορικᾱ́ | τὼ | δορυφορικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | δορυφορικοῖν | τοῖν | δορυφορικαῖν | τοῖν | δορυφορικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
δορυφορικός, -ή, -όν
- που έχει σχέση με τη φρουρά (με φρουρούς που φέρουν δόρυ), ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ελληνιστική κοινή) που ανήκει στο σώμα των πραιτοριανών
- (ουσιαστικοποιημένο) δορυφορικόν: η φρουρά, η σωματοφυλακή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.