μειωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μειωτικός | η | μειωτική | το | μειωτικό |
| γενική | του | μειωτικού | της | μειωτικής | του | μειωτικού |
| αιτιατική | τον | μειωτικό | τη | μειωτική | το | μειωτικό |
| κλητική | μειωτικέ | μειωτική | μειωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μειωτικοί | οι | μειωτικές | τα | μειωτικά |
| γενική | των | μειωτικών | των | μειωτικών | των | μειωτικών |
| αιτιατική | τους | μειωτικούς | τις | μειωτικές | τα | μειωτικά |
| κλητική | μειωτικοί | μειωτικές | μειωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μειωτικός < μείωση
Επίθετο
μειωτικός
- αυτός που αναφέρεται στη μείωση
- αυτός που μειώνει κάποιον, ο προσβλητικός, ο υποτιμητικός
- Του ζήτησε να ανακαλέσει τους μειωτικούς χαρακτηρισμούς.
Μεταφράσεις
μειωτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.